- γεγυψωμένας
- γεγυψωμένᾱς , γυψόωrub with chalkperf part mp fem acc plγεγυψωμένᾱς , γυψόωrub with chalkperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτανούμαι — όομαι, Α [τίτανος] επιχρίομαι με γύψο («τιτανωμένας γεγυψωμένας», Ησύχ.) … Dictionary of Greek